-
1 они
они (н)их, (н)им, (н)ими, о них) αυτοί, αυτές, αυτά· они там ' будут ( αυτοί) θα είναι εκεί· это сделали мы. а не они το κάναμε εμείς και όχι εκείνοι· их не было дома έλειπαν, δεν ήτανε σπίτι* мы были у них ήμαστε σ' αυτούς* я им напишу θα τους γράψω γράμμα* пойдём к ним πάμε σ' αυτούς, πάμε να τους δούμε· перевод сделан ими τη μετάφραση την κάνανε αυτοί* пойдём с ними πάμε μαζί τους, πάμε μ' αυτούς; я узнал о них много интересного έμαθα πολλά ενδιαφέροντα γι' αυτούς* * *((н)их, (н)им, (н)ими, о них)αυτοί, αυτές, αυτάони́ там бу́дут — (αυτοί) θα είναι εκεί
э́то сде́лали мы, а не они́ — το κάναμε εμείς και όχι εκείνοι
их не́ было до́ма — έλειπαν, δεν ήτανε σπίτι
мы бы́ли у них — ήμαστε σ'αυτούς
я им напишу́ — θα τους γράψω γράμμα
пойдём к ним — πάμε σ'αυτούς, πάμε να τους δούμε
перево́д сде́лан и́ми — τη μετάφραση την κάνανε αυτοί
пойдём с ни́ми — πάμε μαζί τους, πάμε μ'αυτούς
я узна́л о них мно́го интере́сного — έμαθα πολλά ενδιαφέροντα γι'αυτούς
-
2 нелады
неладымн. разг ἡ διχόνοια, ἡ διαφωνία, τό μάλωμα, τό τσούγκρισμα:у и их \нелады μαλώνουν μεταξύ τους· у нас с иим \нелады δέν τά πάμε καλή μαζί του.
См. также в других словарях:
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… … Dictionary of Greek
τρώγω — και τρώω έφαγα, φαγώθηκα, φαγωμένος 1. μασώ και καταπίνω τροφή: Έφαγε σούπα και φρούτα. 2. γευματίζω, δειπνώ: Κάτσε να φάμε. 3. μου αρέσει κάποιο φαγητό: Δεν τρώει τις μπάμιες. 4. δε νηστεύω, τρώω αρτύσιμα: Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή τρώ(γ)ει. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαιρετίζω — χαιρέτισα, και χαιρετώ και χαιρετάω χαιρέτησα, χαιρετίστηκα, χαιρετισμένος 1. προσαγορεύω κάποιον με τη λέξη «χαίρε», ανταλλάσσω μαζί του χαιρετισμό. 2. κατά τη συνάντησή μου με κάποιον του δείχνω αγάπη, σεβασμό κτλ., με εξωτερικές ενδείξεις: Μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)